- θρίξ
- (γεν. τριχός) η волос
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θριξ — θρίξ, γεν. τριχός, ἡ (ΑΜ) η τρίχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρίχα] … Dictionary of Greek
θρίξ — hair fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριξί — θρίξ hair fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριξίν — θρίξ hair fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχί — θρίξ hair fem dat sg τριχίς anchovy full of small hair like bones fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχῶν — θρίξ hair fem gen pl τριχόω furnish pres part act masc voc sg (doric aeolic) τριχόω furnish pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) τριχόω furnish pres part act masc nom sg τριχόω furnish pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχός — θρίξ hair fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχα — θρίξ hair fem acc sg τρίχα in three parts indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχας — θρίξ hair fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχες — θρίξ hair fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχεσι — θρίξ hair fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)